- ακτιβισμός
- Φιλοσοφική θεωρία που τοποθετεί ως θεμέλιο της ηθικής και ως απόλυτο κριτήριο της αξίας της την καταδήλωση της ζωτικής ενέργειας και τη θέληση για επιβολή και εξουσία. Έτσι, ο α. εκφράζει την τάση προς ανάπτυξη δραστηριότητας και τονίζει τη σπουδαιότητά της.
Στον χώρο της πολιτικής η λέξη α. σημαίνει την ανάπτυξη προπαγανδιστικής και άλλης πρακτικής δραστηριότητας προς όφελος κάποιου κόμματος ή ιδεολογίας.Στη σύγχρονη πολιτική ορολογία, ακτιβιστές ονομάζονται κυρίως όσοι κινούνται εκτός των παραδοσιακών κομμάτων και επιδιώκουν πολιτική ενεργοποίηση και δραστηριότητα για συγκεκριμένο σκοπό (π.χ. οικολόγοι).
Ακτιβιστές της οικολογικής οργάνωσης «Greenpeace» στη διάρκεια μιας ριψοκίνδυνης, συμβολικής επιχείρησής τους στον νότιο Ειρηνικό. Διακρίνονται τα πλοία τους, «Greenpeace» και «Rainbow Warrior».
* * *ο Φιλοσ.όρος της πολιτικής κυρίως φιλοσοφίας. Χαρακτηρίζει την αντίληψη, που προβάλλει ως βασικό γνώρισμα τού ανθρώπου όχι την τάση του να συλλάβει θεωρητικά τον κόσμο, αλλά τη θέλησά του να τόν διαμορφώσει με τη δράση του σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. activisme].
Dictionary of Greek. 2013.